συμφιλία

συμφιλία
συμ-φιλία, , Mitfreundschaft

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • συμφιλία — η, ΝΑ νεοελλ. 1. η από κοινού συμβίωση ζώων τού ίδιου είδους 2. βιολ. η κατάσταση κατά την οποία ένα είδος εντόμων ζει ως επισκέπτης στις φωλιές ενός άλλου είδους κοινωνικών εντόμων αρχ. αμοιβαία φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φιλία. Η λ. ως νεοελλ …   Dictionary of Greek

  • συμφυλία — ἡ, Α [σύμφυλος] 1. (πιθ. δ. γρφ. αντί συμφιλία) συγγενής ύλη 2. συγγένεια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”